Σατυρικῇ

Σατυρικῇ
Σατυρικός
suiting a Satyr
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σατυρικῇ — σατυρικός suiting a Satyr fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρική — Σατυρικός suiting a Satyr fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυρική — σατυρικός suiting a Satyr fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σατυρικῆι — Σατυρικῇ , Σατυρικός suiting a Satyr fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυρικῆι — σατυρικῇ , σατυρικός suiting a Satyr fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • σατυρικός — (I) ή, ό / σατυρικός, ή, όν, ΝΑ [Σάτυρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε Σάτυρο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σατυρικό δράμα 3. φρ. «σατυρικό δράμα» το τέταρτο και τελευταίο κατά σειρά δράμα, μετά από τις τρεις τραγωδίες, με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • BION — I. BION Borysthenites Philosophus, et Sophista callidus, Philosophiam variô orationis flore vestivit. Laertius, l. 4. c. 46. Fertur hic dixifle ad eum, qui fundos suos ingluvie voraverat, Terra Amphiaraum absorbuit, sed terr am tu. Auditor… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • IZANE — apud Interpretem Pollucis l. 4. c. 18. ubi de Histrionum apparatu. Η῾δὲ Σατυρικὴ ἐςθὴς, νεβρὶς, ἢ αἰγῆ, ἣν καὶ ἰζάνην ἐκάλουν, καὶ τραγῆν: Satyrica autem vestis, hinnulea aut caprina pellis, quam etiam Izanem et hircinam vocabant: proprie caprina …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ιξαλή — ἰξαλῆ και ἰξάλη, ἡ (Α) [ίξαλος] 1. δέρμα κατσίκας 2. ένδυμα υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», Πολυδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”